- κοπωδης
- κοπώδηςκοπ-ώδης21) утомительный, обременительный
(βάρη Arst.)
2) перен. тяжелый, тяжеловесный(φράσις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(βάρη Arst.)
(φράσις Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κοπώδης — wearying masc/fem acc pl (attic epic doric) κοπώδης wearying masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) κοπώδης wearying masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπώδης — κοπώδης, ες (Α) [κόπος] 1. αυτός που προξενεί κόπο, κοπιαστικός, επίπονος 2. (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε κάτι («κοπώδης υποχοδρίων», Ιπποκρ.) 3. μτφ. ενοχλητικός, φορτικός, βαρύς («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.) 4. (με παθ. σημ.)… … Dictionary of Greek
κοπωδέστερον — κοπώδης wearying adverbial comp κοπώδης wearying masc acc comp sg κοπώδης wearying neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπώδει — κοπώδης wearying masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) κοπώδης wearying masc/fem/neut dat sg κοπώδεϊ , κοπώδης wearying dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπώδη — κοπώδης wearying neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κοπώδης wearying masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κοπώδης wearying masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπῶδες — κοπώδης wearying masc/fem voc sg κοπώδης wearying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπώδεις — κοπώδης wearying masc/fem acc pl κοπώδης wearying masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπωδέστερα — κοπώδης wearying neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπωδέστεραι — κοπώδης wearying fem nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπωδέστεροι — κοπώδης wearying masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοπωδῶν — κοπώδης wearying masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)